συνεκκοπτω

συνεκκοπτω
    συνεκκόπτω
    συν-εκκόπτω
    1) помогать вырубать
    

(τὰ δένδρα Xen.)

    2) одновременно искоренять
    

(τέν πίστιν Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συνεκκοπτω" в других словарях:

  • συνεκκόπτω — ΜΑ εκμηδενίζω, εξαλείφω αρχ. 1. αποκόπτω κάτι μαζί με κάποιον ή συγχρόνως («ταῑς ῥίζαις... συνεκκόπτειν καὶ τὰ βλαστήματα», Γρηγ. Ναζ.) 2. αποκόπτω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκόπτω «αποκόπτω, αφαιρώ, εξαλείφω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκκόψαι — συνεκκόπτω help to cut away aor inf act συνεκκόψαῑ , συνεκκόπτω help to cut away aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκόψετε — συνεκκόπτω help to cut away aor subj act 2nd pl (epic) συνεκκόπτω help to cut away fut ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξέκοπτον — συνεκκόπτω help to cut away imperf ind act 3rd pl συνεκκόπτω help to cut away imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκεκόφθαι — συνεκκόπτω help to cut away perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκοπήσεσθαι — συνεκκόπτω help to cut away fut inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκόπτειν — συνεκκόπτω help to cut away pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκόπτοντας — συνεκκόπτω help to cut away pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκόψωμεν — συνεκκόπτω help to cut away aor subj act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξεκόπη — συνεκκόπτω help to cut away aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»